Jump to content

σαλίγκαρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σαλίγκαρος (salígkarosm (plural σαλίγκαροι)

  1. Alternative form of σαλιγκάρι (saligkári) (snail, especially a large one)

Declension

[edit]
Declension of σαλίγκαρος
singular plural
nominative σαλίγκαρος (salígkaros) σαλίγκαροι (salígkaroi)
genitive σαλίγκαρου (salígkarou) σαλίγκαρων (salígkaron)
accusative σαλίγκαρο (salígkaro) σαλίγκαρους (salígkarous)
vocative σαλίγκαρε (salígkare) σαλίγκαροι (salígkaroi)