Jump to content

προϋπολογισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

προϋπολογισμός (proÿpologismósm (plural προϋπολογισμοί)

  1. (finance) budget
  2. (finance) estimate

Declension

[edit]
Declension of προϋπολογισμός
singular plural
nominative προϋπολογισμός (proÿpologismós) προϋπολογισμοί (proÿpologismoí)
genitive προϋπολογισμού (proÿpologismoú) προϋπολογισμών (proÿpologismón)
accusative προϋπολογισμό (proÿpologismó) προϋπολογισμούς (proÿpologismoús)
vocative προϋπολογισμέ (proÿpologismé) προϋπολογισμοί (proÿpologismoí)
[edit]

Further reading

[edit]