From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
προσεγγίζω • (prosengízo ) (past προσέγγισα , passive προσεγγίζομαι )
to draw near , come near , approach
προσεγγίζω προσεγγίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προσεγγίζω
προσεγγίσω
προσεγγίζομαι
προσεγγιστώ
2 sg
προσεγγίζεις
προσεγγίσεις
προσεγγίζεσαι
προσεγγιστείς
3 sg
προσεγγίζει
προσεγγίσει
προσεγγίζεται
προσεγγιστεί
1 pl
προσεγγίζουμε , [‑ομε ]
προσεγγίσουμε , [‑ομε ]
προσεγγιζόμαστε
προσεγγιστούμε
2 pl
προσεγγίζετε
προσεγγίσετε
προσεγγίζεστε , προσεγγιζόσαστε
προσεγγιστείτε
3 pl
προσεγγίζουν (ε )
προσεγγίσουν (ε )
προσεγγίζονται
προσεγγιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προσέγγιζα
προσέγγισα
προσεγγιζόμουν (α )
προσεγγίστηκα
2 sg
προσέγγιζες
προσέγγισες
προσεγγιζόσουν (α )
προσεγγίστηκες
3 sg
προσέγγιζε
προσέγγισε
προσεγγιζόταν (ε )
προσεγγίστηκε
1 pl
προσεγγίζαμε
προσεγγίσαμε
προσεγγιζόμασταν , (‑όμαστε )
προσεγγιστήκαμε
2 pl
προσεγγίζατε
προσεγγίσατε
προσεγγιζόσασταν , (‑όσαστε )
προσεγγιστήκατε
3 pl
προσέγγιζαν , προσεγγίζαν (ε )
προσέγγισαν , προσεγγίσαν (ε )
προσεγγίζονταν , (προσεγγιζόντουσαν )
προσεγγίστηκαν , προσεγγιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προσεγγίζω ➤
θα προσεγγίσω ➤
θα προσεγγίζομαι ➤
θα προσεγγιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προσεγγίζεις , …
θα προσεγγίσεις , …
θα προσεγγίζεσαι , …
θα προσεγγιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προσεγγίσει
έχω, έχεις, … προσεγγιστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προσεγγίσει
είχα, είχες, … προσεγγιστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … προσεγγίσει
θα έχω, θα έχεις, … προσεγγιστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
προσέγγιζε
προσέγγισε
—
προσεγγίσου
2 pl
προσεγγίζετε
προσεγγίστε
προσεγγίζεστε
προσεγγιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προσεγγίζοντας ➤
προσεγγιζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας προσεγγίσει ➤
—
Nonfinite form➤
προσεγγίσει
προσεγγιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
προσέγγιση f ( proséngisi , “ approximation, approach, rapprochement ” )