Jump to content

προσανατολισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

προσανατολισμός (prosanatolismósm (plural προσανατολισμοί)

  1. orientation
    Antonym: αποπροσανατολισμός (apoprosanatolismós)

Declension

[edit]
Declension of προσανατολισμός
singular plural
nominative προσανατολισμός (prosanatolismós) προσανατολισμοί (prosanatolismoí)
genitive προσανατολισμού (prosanatolismoú) προσανατολισμών (prosanatolismón)
accusative προσανατολισμό (prosanatolismó) προσανατολισμούς (prosanatolismoús)
vocative προσανατολισμέ (prosanatolismé) προσανατολισμοί (prosanatolismoí)
[edit]

Further reading

[edit]