προπονητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]First attested around 1896. From προπονώ (proponó) Ancient Greek προπονέω (proponéō)[1]
Noun
[edit]προπονητής • (proponitís) m (plural προπονητές, feminine προπονήτρια)
Declension
[edit]Declension of προπονητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προπονητής • | προπονητές • |
genitive | προπονητή • | προπονητών • |
accusative | προπονητή • | προπονητές • |
vocative | προπονητή • | προπονητές • |
Synonyms
[edit]- εκπαιδευτής m (ekpaideftís)
Related terms
[edit]- see: προπονώ (proponó)
References
[edit]- ^ προπονητής - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
Further reading
[edit]- προπονητής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el