From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /pɾo.miˈθe.vo/
Hyphenation: προ‧μη‧θεύ‧ω
προμηθεύω • (promithévo ) (past προμήθευσα /προμήθεψα , passive προμηθεύομαι , p‑past προμηθεύθηκα /προμηθεύτηκα )
to provide , supply
Η οργάνωση προμήθευε καθαρό νερό στα παιδιά για δεκαετίες. I orgánosi promítheve katharó neró sta paidiá gia dekaetíes. The organisation provided clean water to the children for decades.
προμηθεύω προμηθεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προμηθεύω
προμηθεύσω , προμηθέψω
προμηθεύομαι
προμηθευτώ , προμηθευθώ
2 sg
προμηθεύεις
προμηθεύσεις , προμηθέψεις
προμηθεύεσαι
προμηθευτείς , προμηθευθείς
3 sg
προμηθεύει
προμηθεύσει , προμηθέψει
προμηθεύεται
προμηθευτεί , προμηθευθεί
1 pl
προμηθεύουμε , [‑ομε ]
προμηθεύσουμε , [‑ομε ], προμηθέψουμε , [‑ομε ]
προμηθευόμαστε
προμηθευτούμε , προμηθευθούμε
2 pl
προμηθεύετε
προμηθεύσετε , προμηθέψετε
προμηθεύεστε , προμηθευόσαστε
προμηθευτείτε , προμηθευθείτε
3 pl
προμηθεύουν (ε )
προμηθεύσουν (ε ), προμηθέψουν (ε )
προμηθεύονται
προμηθευτούν (ε ), προμηθευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προμήθευα
προμήθευσα , προμήθεψα
προμηθευόμουν (α )
προμηθεύτηκα , προμηθεύθηκα
2 sg
προμήθευες
προμήθευσες , προμήθεψες
προμηθευόσουν (α )
προμηθεύτηκες , προμηθεύθηκες
3 sg
προμήθευε
προμήθευσε , προμήθεψε
προμηθευόταν (ε )
προμηθεύτηκε , προμηθεύθηκε
1 pl
προμηθεύαμε
προμηθεύσαμε , προμηθέψαμε
προμηθευόμασταν , (‑όμαστε )
προμηθευτήκαμε , προμηθευθήκαμε
2 pl
προμηθεύατε
προμηθεύσατε , προμηθέψατε
προμηθευόσασταν , (‑όσαστε )
προμηθευτήκατε , προμηθευθήκατε
3 pl
προμήθευαν , προμηθεύαν (ε )
προμήθευσαν , προμηθεύσαν (ε ), προμήθεψαν
προμηθεύονταν , (προμηθευόντουσαν )
προμηθεύτηκαν , προμηθευτήκαν (ε ), προμηθεύθηκαν , προμηθευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προμηθεύω ➤
θα προμηθεύσω / προμηθέψω ➤
θα προμηθεύομαι ➤
θα προμηθευτώ / προμηθευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προμηθεύεις , …
θα προμηθεύσεις / προμηθέψεις , …
θα προμηθεύεσαι , …
θα προμηθευτείς / προμηθευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προμηθεύσει / προμηθέψει
έχω, έχεις, … προμηθευτεί / προμηθευθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προμηθεύσει / προμηθέψει
είχα, είχες, … προμηθευτεί / προμηθευθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … προμηθεύσει / προμηθέψει
θα έχω, θα έχεις, … προμηθευτεί / προμηθευθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
προμήθευε
προμήθευσε , προμήθεψε / προμήθευ' 1
—
προμηθεύσου , προμηθέψου
2 pl
προμηθεύετε
προμηθεύστε , προμηθέψτε / προμηθεύτε 2
προμηθεύεστε
προμηθευτείτε , προμηθευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προμηθεύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας προμηθεύσει / προμηθέψει ➤
[προμηθευμένος , ‑η, ‑o] ➤
Nonfinite form➤
προμηθεύσει , προμηθέψει
προμηθευτεί , προμηθευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. προμήθευ' τον ("provide him!"). 2. Colloquial. • Forms with -ευσ -, -ευθ - are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
The ancient adjective προμηθής ( promēthḗs , “ forethinking, provident ” ) and verb μανθάνω ( manthánō , “ learn ” ) .