Jump to content

προγραμματιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

προγραμματιστής (programmatistísm (plural προγραμματιστές, feminine προγραμματίστρια)

  1. (computing) programmer (software writer)

Declension

[edit]
Declension of προγραμματιστής
singular plural
nominative προγραμματιστής (programmatistís) προγραμματιστές (programmatistés)
genitive προγραμματιστή (programmatistí) προγραμματιστών (programmatistón)
accusative προγραμματιστή (programmatistí) προγραμματιστές (programmatistés)
vocative προγραμματιστή (programmatistí) προγραμματιστές (programmatistés)

Further reading

[edit]