πετεινό
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]πετεινό • (peteinó) m
- accusative singular of πετεινός (peteinós)
Derived terms
[edit]- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (eípe o gáidaros ton peteinó kefála, “the pot calling the kettle black”)
πετεινό • (peteinó) m