Jump to content

περιστεριώνας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

περιστεριώνας (peristeriónasm (plural περιστεριώνες)

  1. Alternative form of περιστερώνας (peristerónas)

Declension

[edit]
Declension of περιστεριώνας
singular plural
nominative περιστεριώνας (peristeriónas) περιστεριώνες (peristeriónes)
genitive περιστεριώνα (peristerióna) περιστεριώνων (peristeriónon)
accusative περιστεριώνα (peristerióna) περιστεριώνες (peristeriónes)
vocative περιστεριώνα (peristerióna) περιστεριώνες (peristeriónes)