Jump to content

περιηγητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

περιηγητής (periigitísm (plural περιηγητές, feminine περιηγήτρια)

  1. tourist, sightseer
  2. traveller (UK), traveler (US)

Declension

[edit]
Declension of περιηγητής
singular plural
nominative περιηγητής (periigitís) περιηγητές (periigités)
genitive περιηγητή (periigití) περιηγητών (periigitón)
accusative περιηγητή (periigití) περιηγητές (periigités)
vocative περιηγητή (periigití) περιηγητές (periigités)
[edit]