Jump to content

πεολειχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /peoliˈçia/
  • Hyphenation: πε‧ο‧λει‧χί‧α

Noun

[edit]

πεολειχία (peoleichíam (plural πεολειχίες)

  1. Alternative form of πεολειξία (peoleixía)

Declension

[edit]
Declension of πεολειχία
singular plural
nominative πεολειχία (peoleichía) πεολειχίες (peoleichíes)
genitive πεολειχίας (peoleichías) πεολειχιών (peoleichión)
accusative πεολειχία (peoleichía) πεολειχίες (peoleichíes)
vocative πεολειχία (peoleichía) πεολειχίες (peoleichíes)