παστεριώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]παστεριώνομαι • (pasteriónomai) passive (past παστεριώθηκα, ppp παστεριωμένος)
- passive of παστεριώνω (pasterióno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
παστεριώνομαι • (pasteriónomai) passive (past παστεριώθηκα, ppp παστεριωμένος)