From French parfumer or Italian perfumare + endings -άρω ( -áro ) or the less common -ίζω ( -ízo ) .
IPA (key ) : /paɾ.fuˈma.ɾo/
Hyphenation: παρ‧φου‧μά‧ρω
παρφουμάρω • (parfoumáro ) (past παρφουμάρισα , passive παρφουμάρομαι )
( colloquial, usually in the passive ) to perfume oneself in excess
παρφουμάρω παρφουμάρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παρφουμάρω (παρφουμαρίζω → )
παρφουμάρω
παρφουμάρομαι (→ παρφουμαρίζομαι )
παρφουμαριστώ
2 sg
παρφουμάρεις
παρφουμάρεις
παρφουμάρεσαι
παρφουμαριστείς
3 sg
παρφουμάρει
παρφουμάρει
παρφουμάρεται
παρφουμαριστεί
1 pl
παρφουμάρουμε , [‑ομε ]
παρφουμάρουμε , [‑ομε ]
παρφουμαριζόμαστε
παρφουμαριστούμε
2 pl
παρφουμάρετε
παρφουμάρετε
παρφουμάρεστε , παρφουμαριζόσαστε
παρφουμαριστείτε
3 pl
παρφουμάρουν (ε )
παρφουμάρουν (ε )
παρφουμάρονται
παρφουμαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παρφουμάριζα
παρφουμάρισα
παρφουμαριζόμουν (α )
παρφουμαρίστηκα
2 sg
παρφουμάριζες
παρφουμάρισες
παρφουμαριζόσουν (α )
παρφουμαρίστηκες
3 sg
παρφουμάριζε
παρφουμάρισε
παρφουμαριζόταν (ε )
παρφουμαρίστηκε
1 pl
παρφουμάραμε
παρφουμάραμε
παρφουμαριζόμασταν , (‑όμαστε )
παρφουμαριστήκαμε
2 pl
παρφουμάρατε
παρφουμάρατε
παρφουμαριζόσασταν , (‑όσαστε )
παρφουμαριστήκατε
3 pl
παρφουμάριζαν , παρφουμάραν (ε )
παρφουμάρισαν , παρφουμάραν (ε )
παρφουμάρονταν , (παρφουμαριζόντουσαν )
παρφουμαρίστηκαν , παρφουμαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παρφουμάρω ➤
θα παρφουμάρω ➤
θα παρφουμάρομαι ➤
θα παρφουμαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παρφουμάρεις , …
θα παρφουμάρεις , …
θα παρφουμάρεσαι , …
θα παρφουμαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παρφουμάρει έχω, έχεις, … παρφουμαρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … παρφουμαριστεί είμαι , είσαι , … παρφουμαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παρφουμάρει είχα, είχες, … παρφουμαρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … παρφουμαριστεί ήμουν , ήσουν , … παρφουμαρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … παρφουμάρει θα έχω, θα έχεις, … παρφουμαρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … παρφουμαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … παρφουμαρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
παρφουμάριζε
παρφουμάρισε
—
παρφουμαρίσου
2 pl
παρφουμάρετε
παρφουμάρετε
παρφουμάρεστε
παρφουμαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παρφουμάροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας παρφουμάρει ➤
παρφουμαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παρφουμάρει
παρφουμαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.