παρα- ( “ over- excessively ” ) + χαϊδεύω ( “ fondle ” ) .
IPA (key ) : /pa.ɾa.xai̯ˈðe.vo/
Hyphenation: πα‧ρα‧χαϊ‧δεύ‧ω
παραχαϊδεύω • (parachaïdévo ) (past παραχάιδεψα ) and less common passive: παραχαϊδεύομαι
to caress, extendedly or for a long time
( figuratively ) to pamper , mollycoddle , cosset
παραχαϊδεύω παραχαϊδεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παραχαϊδεύω
παραχαϊδέψω
παραχαϊδεύομαι
παραχαϊδευτώ
2 sg
παραχαϊδεύεις
παραχαϊδέψεις
παραχαϊδεύεσαι
παραχαϊδευτείς
3 sg
παραχαϊδεύει
παραχαϊδέψει
παραχαϊδεύεται
παραχαϊδευτεί
1 pl
παραχαϊδεύουμε , [‑ομε ]
παραχαϊδέψουμε , [‑ομε ]
παραχαϊδευόμαστε
παραχαϊδευτούμε
2 pl
παραχαϊδεύετε
παραχαϊδέψετε
παραχαϊδεύεστε , παραχαϊδευόσαστε
παραχαϊδευτείτε
3 pl
παραχαϊδεύουν (ε )
παραχαϊδέψουν (ε )
παραχαϊδεύονται
παραχαϊδευτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παραχάιδευα
παραχάιδεψα
παραχαϊδευόμουν (α )
παραχαϊδεύτηκα
2 sg
παραχάιδευες
παραχάιδεψες
παραχαϊδευόσουν (α )
παραχαϊδεύτηκες
3 sg
παραχάιδευε
παραχάιδεψε
παραχαϊδευόταν (ε )
παραχαϊδεύτηκε
1 pl
παραχαϊδεύαμε
παραχαϊδέψαμε
παραχαϊδευόμασταν , (‑όμαστε )
παραχαϊδευτήκαμε
2 pl
παραχαϊδεύατε
παραχαϊδέψατε
παραχαϊδευόσασταν , (‑όσαστε )
παραχαϊδευτήκατε
3 pl
παραχάιδευαν , παραχαϊδεύαν (ε )
παραχάιδεψαν , παραχαϊδέψαν (ε )
παραχαϊδεύονταν , (παραχαϊδευόντουσαν )
παραχαϊδεύτηκαν , παραχαϊδευτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παραχαϊδεύω ➤
θα παραχαϊδέψω ➤
θα παραχαϊδεύομαι ➤
θα παραχαϊδευτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παραχαϊδεύεις , …
θα παραχαϊδέψεις , …
θα παραχαϊδεύεσαι , …
θα παραχαϊδευτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παραχαϊδέψει έχω, έχεις, … παραχαϊδεμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … παραχαϊδευτεί είμαι , είσαι , … παραχαϊδεμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παραχαϊδέψει είχα, είχες, … παραχαϊδεμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … παραχαϊδευτεί ήμουν , ήσουν , … παραχαϊδεμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … παραχαϊδέψει θα έχω, θα έχεις, … παραχαϊδεμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … παραχαϊδευτεί θα είμαι, θα είσαι, … παραχαϊδεμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
παραχάιδευε
παραχάιδεψε , παραχάιδευ' 1
—
παραχαϊδέψου
2 pl
παραχαϊδεύετε
παραχαϊδέψτε , παραχαϊδεύτε 2
παραχαϊδεύεστε
παραχαϊδευτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παραχαϊδεύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας παραχαϊδέψει ➤
παραχαϊδεμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παραχαϊδέψει
παραχαϊδευτεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. παραχάιδευ' τον ("spoil him!"). 2. Colloquial. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: χάδι n ( chádi , “ caress, pat ” )