παρατράγουδα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]παρατράγουδα • (paratrágouda) n
- nominative plural of παρατράγουδο (paratrágoudo)
- accusative plural of παρατράγουδο (paratrágoudo)
- vocative plural of παρατράγουδο (paratrágoudo)
παρατράγουδα • (paratrágouda) n