From παράσημ(ο) ( parásim(o) ) + -ο- ( -o- ) + -φορώ ( -foró ) .[ 1]
IPA (key ) : /pa.ɾa.si.mo.foˈɾo/
Hyphenation: πα‧ρα‧ση‧μο‧φο‧ρώ
παρασημοφορώ • (parasimoforó ) (past παρασημοφόρησα , passive παρασημοφορούμαι , p‑past παρασημοφορήθηκα , ppp παρασημοφορημένος )
( transitive ) to decorate ( to honour by providing a medal, ribbon, or other adornment )
παρασημοφορώ , παρασημοφορούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παρασημοφορώ
παρασημοφορήσω
παρασημοφορούμαι
παρασημοφορηθώ
2 sg
παρασημοφορείς
παρασημοφορήσεις
παρασημοφορείσαι
παρασημοφορηθείς
3 sg
παρασημοφορεί
παρασημοφορήσει
παρασημοφορείται
παρασημοφορηθεί
1 pl
παρασημοφορούμε
παρασημοφορήσουμε , [-ομε ]
παρασημοφορούμαστε , {παρασημοφορούμεθα }
παρασημοφορηθούμε
2 pl
παρασημοφορείτε
παρασημοφορήσετε
παρασημοφορείστε , {παρασημοφορείσθε }
παρασημοφορηθείτε
3 pl
παρασημοφορούν (ε )
παρασημοφορήσουν (ε )
παρασημοφορούνται
παρασημοφορηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παρασημοφορούσα
παρασημοφόρησα
[παρασημοφορούμουν ]1
παρασημοφορήθηκα
2 sg
παρασημοφορούσες
παρασημοφόρησες
[παρασημοφορούσουν ]1
παρασημοφορήθηκες
3 sg
παρασημοφορούσε
παρασημοφόρησε
παρασημοφορούνταν , {(ε) παρασημοφορείτο }
παρασημοφορήθηκε
1 pl
παρασημοφορούσαμε
παρασημοφορήσαμε
παρασημοφορούμασταν , (‑ούμαστε )
παρασημοφορηθήκαμε
2 pl
παρασημοφορούσατε
παρασημοφορήσατε
[παρασημοφορούσασταν , (‑ούσαστε )]
παρασημοφορηθήκατε
3 pl
παρασημοφορούσαν (ε )
παρασημοφόρησαν , παρασημοφορήσαν (ε )
παρασημοφορούνταν , {(ε) παρασημοφορούντο }
παρασημοφορήθηκαν , παρασημοφορηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παρασημοφορώ ➤
θα παρασημοφορήσω ➤
θα παρασημοφορούμαι ➤
θα παρασημοφορηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παρασημοφορείς , …
θα παρασημοφορήσεις , …
θα παρασημοφορείσαι , …
θα παρασημοφορηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παρασημοφορήσει έχω, έχεις, … παρασημοφορημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … παρασημοφορηθεί είμαι , είσαι , … παρασημοφορημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παρασημοφορήσει είχα, είχες, … παρασημοφορημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … παρασημοφορηθεί ήμουν , ήσουν , … παρασημοφορημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … παρασημοφορήσει θα έχω, θα έχεις, … παρασημοφορημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … παρασημοφορηθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρασημοφορημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
παρασημοφόρησε
—
παρασημοφορήσου
2 pl
παρασημοφορείτε
παρασημοφορήστε
παρασημοφορείστε , {παρασημοφορείσθε }
παρασημοφορηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παρασημοφορώντας ➤
παρασημοφορούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας παρασημοφορήσει ➤
παρασημοφορημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παρασημοφορήσει
παρασημοφορηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Colloquial forms ending in -(α ) are rarely used for learned verbs. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.