From Wiktionary, the free dictionary
From Byzantine Greek παραμερίζω ( paramerízō ) .
παραμερίζω • (paramerízo ) (past παραμέρισα , passive παραμερίζομαι )
( intransitive ) to step aside
( transitive ) to push , place aside
( transitive ) , ( figuratively ) brush aside , set aside
παραμερίζω παραμερίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παραμερίζω
παραμερίσω
παραμερίζομαι
παραμεριστώ
2 sg
παραμερίζεις
παραμερίσεις
παραμερίζεσαι
παραμεριστείς
3 sg
παραμερίζει
παραμερίσει
παραμερίζεται
παραμεριστεί
1 pl
παραμερίζουμε , [‑ομε ]
παραμερίσουμε , [‑ομε ]
παραμεριζόμαστε
παραμεριστούμε
2 pl
παραμερίζετε
παραμερίσετε
παραμερίζεστε , παραμεριζόσαστε
παραμεριστείτε
3 pl
παραμερίζουν (ε )
παραμερίσουν (ε )
παραμερίζονται
παραμεριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παραμέριζα
παραμέρισα
παραμεριζόμουν (α )
παραμερίστηκα
2 sg
παραμέριζες
παραμέρισες
παραμεριζόσουν (α )
παραμερίστηκες
3 sg
παραμέριζε
παραμέρισε
παραμεριζόταν (ε )
παραμερίστηκε
1 pl
παραμερίζαμε
παραμερίσαμε
παραμεριζόμασταν , (‑όμαστε )
παραμεριστήκαμε
2 pl
παραμερίζατε
παραμερίσατε
παραμεριζόσασταν , (‑όσαστε )
παραμεριστήκατε
3 pl
παραμέριζαν , παραμερίζαν (ε )
παραμέρισαν , παραμερίσαν (ε )
παραμερίζονταν , (παραμεριζόντουσαν )
παραμερίστηκαν , παραμεριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παραμερίζω ➤
θα παραμερίσω ➤
θα παραμερίζομαι ➤
θα παραμεριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παραμερίζεις , …
θα παραμερίσεις , …
θα παραμερίζεσαι , …
θα παραμεριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παραμερίσει έχω, έχεις, … παραμερισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … παραμεριστεί είμαι , είσαι , … παραμερισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παραμερίσει είχα, είχες, … παραμερισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … παραμεριστεί ήμουν , ήσουν , … παραμερισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … παραμερίσει θα έχω, θα έχεις, … παραμερισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … παραμεριστεί θα είμαι, θα είσαι, … παραμερισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
παραμέριζε
παραμέρισε
—
παραμερίσου
2 pl
παραμερίζετε
παραμερίστε
παραμερίζεστε
παραμεριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παραμερίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας παραμερίσει ➤
παραμερισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παραμερίσει
παραμεριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.