From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /pa.raŋˈɟel.no/
Hyphenation: πα‧ραγ‧γέλ‧νω
παραγγέλνω • (parangélno ) (past παράγγειλα /παρήγγειλα , passive παραγγέλνομαι , p‑past παραγγέλθηκα , ppp παραγγελμένος )
( less formal ) Alternative form of παραγγέλλω ( parangéllo )
παραγγέλνω παραγγέλνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παραγγέλνω (παραγγέλλω → )
παραγγείλω
παραγγέλνομαι
παραγγελθώ
2 sg
παραγγέλνεις
παραγγείλεις
παραγγέλνεσαι
παραγγελθείς
3 sg
παραγγέλνει
παραγγείλει
παραγγέλνεται
παραγγελθεί
1 pl
παραγγέλνουμε
παραγγείλουμε
παραγγελνόμαστε
παραγγελθούμε
2 pl
παραγγέλνετε
παραγγείλετε
παραγγέλνεστε , παραγγελνόσαστε
παραγγελθείτε
3 pl
παραγγέλνουν (ε )
παραγγείλουν (ε )
παραγγέλνονται
παραγγελθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παράγγελνα
παράγγειλα , παρήγγειλα
παραγγελνόμουν (α )
παραγγέλθηκα
2 sg
παράγγελνες
παράγγειλες , παρήγγειλες
παραγγελνόσουν (α )
παραγγέλθηκες
3 sg
παράγγελνε
παράγγειλε , παρήγγειλε
παραγγελνόταν (ε )
παραγγέλθηκε
1 pl
παραγγέλναμε
παραγγείλαμε
παραγγελνόμασταν , (‑όμαστε )
παραγγελθήκαμε
2 pl
παραγγέλνατε
παραγγείλατε
παραγγελνόσασταν , (‑όσαστε )
παραγγελθήκατε
3 pl
παράγγελναν , παραγγέλναν (ε )
παράγγειλαν , παραγγείλαν (ε ), παρήγγειλαν
παραγγέλνονταν , (παραγγελνόντουσαν )
παραγγέλθηκαν , παραγγελθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παραγγέλνω ➤
θα παραγγείλω ➤
θα παραγγέλνομαι ➤
θα παραγγελθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παραγγέλνεις , …
θα παραγγείλεις , …
θα παραγγέλνεσαι , …
θα παραγγελθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παραγγείλει έχω, έχεις, … παραγγελμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … παραγγελθεί είμαι , είσαι , … παραγγελμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παραγγείλει είχα, είχες, … παραγγελμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … παραγγελθεί ήμουν , ήσουν , … παραγγελμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … παραγγείλει θα έχω, θα έχεις, … παραγγελμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … παραγγελθεί θα είμαι, θα είσαι, … παραγγελμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
παράγγελνε
παράγγειλε
—
—
2 pl
παραγγέλνετε
παραγγείλτε
παραγγέλνεστε
παραγγελθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παραγγέλνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας παραγγείλει ➤
παραγγελμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παραγγείλει
παραγγελθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.