παράλληλη
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]παράλληλη • (parállili)
- nominative feminine singular of παράλληλος (parállilos)
- accusative feminine singular of παράλληλος (parállilos)
- vocative feminine singular of παράλληλος (parállilos)
παράλληλη • (parállili)