πέφτουλας
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πέφτω (péfto, “to fall”).
Noun
[edit]πέφτουλας • (péftoulas) m (plural πέφτουλες)
- (colloquial) a player, a seducer
- 2011, Το κορίτσι του διπλανού portal κυκλοφορεί και απορεί[1], →ISBN:
- Εδώ σου λέει ο καβαλιέρε τις μίσθωνε με την ντουζίνα τις ανήλικες στην Ιταλία, δεν δικαιούμεθα κι εμείς μία ελαφρώς σιτεμένη, Δικαιούμεθα! Όχι όμως και να τη ρεζιλέψει στον κοινωνικό της περίγυρο ο πέφτουλας!
- Edó sou léei o kavaliére tis místhone me tin ntouzína tis anílikes stin Italía, den dikaioúmetha ki emeís mía elafrós siteméni, Dikaioúmetha! Óchi ómos kai na ti rezilépsei ston koinonikó tis perígyro o péftoulas!
- The Cavalier tells you that he rented young girls by the dozen in Italy, aren't we entitled to a lightly matured one, we are! But not to have her ridiculed in the public sphere by that player!
- 2016, Αύγουστος Κορτώ, Νεοελληνική Μυθολογία[2], →ISBN:
- Έτσι ο Περσέας μεγάλωσε στη Σέριφο και θέριεψε κι έγινε παλίκαρος απ’ τους λίγους, αλλά του Πολυδέκτη, που βασίλευε στη γραφική νήσο κι έπαιρνε τρελές μίζες για να πουλάει προστασία στις ταβέρνες και γενικώς ήτανε σάπιος πέφτουλας […]
- Étsi o Perséas megálose sti Sérifo kai thériepse ki égine palíkaros ap’ tous lígous, allá tou Polydékti, pou vasíleve sti grafikí níso ki épairne trelés mízes gia na pouláei prostasía stis tavérnes kai genikós ítane sápios péftoulas […]
- And so Perseus grew up in Serifos and grew wild and became a strapping young man – one of few – but Polydectes, who ruled on the picturesque island, took crazy bribes in order to sell protection to the taverns and generally was a rotten player.