Jump to content

ομολογουμένως

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adverb

[edit]

ομολογουμένως (omologouménos)

  1. admittedly
    Το σενάριο αυτό –ομολογουμένως εφιαλτικά ενδιαφέρον, από πολλές απόψεις– …
    The scenario, admittedly of nightmarishly interest in many respects …