ολοκληρωμένα κυκλώματα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ολοκληρωμένα κυκλώματα • (olokliroména kyklómata) n
- Plural form of ολοκληρωμένο κύκλωμα (olokliroméno kýkloma).
ολοκληρωμένα κυκλώματα • (olokliroména kyklómata) n