ολιγαρχικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ολιγαρχικά • (oligarchiká)
- nominative neuter plural of ολιγαρχικός (oligarchikós)
- accusative neuter plural of ολιγαρχικός (oligarchikós)
- vocative neuter plural of ολιγαρχικός (oligarchikós)
ολιγαρχικά • (oligarchiká)