ξημερώνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek ξημερώνω (xēmerṓnō), from earlier ἐξημερώνω (exēmerṓnō), from ἐξ- (ex-) + ἡμέρα (hēméra) + -ώνω (-ṓnō).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ξημερώνω • (ximeróno) (past ξημέρωσα, passive ξημερώνομαι, p‑past ξημερώθηκα, ppp ξημερωμένος)
- (passive voice, usually in the perfective) to stay up until dawn
- (impersonal or with third person subject) to dawn (to begin to brighten with daylight)
- Synonym: χαράζει (charázei)
Conjugation
[edit]ξημερώνω ξημερώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξημερώνω | ξημερώσω | ξημερώνομαι | ξημερωθώ |
2 sg | ξημερώνεις | ξημερώσεις | ξημερώνεσαι | ξημερωθείς |
3 sg | ξημερώνει | ξημερώσει | ξημερώνεται | ξημερωθεί |
1 pl | ξημερώνουμε, [‑ομε] | ξημερώσουμε, [‑ομε] | ξημερωνόμαστε | ξημερωθούμε |
2 pl | ξημερώνετε | ξημερώσετε | ξημερώνεστε, ξημερωνόσαστε | ξημερωθείτε |
3 pl | ξημερώνουν(ε) | ξημερώσουν(ε) | ξημερώνονται | ξημερωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξημέρωνα | ξημέρωσα | ξημερωνόμουν(α) | ξημερώθηκα |
2 sg | ξημέρωνες | ξημέρωσες | ξημερωνόσουν(α) | ξημερώθηκες |
3 sg | ξημέρωνε | ξημέρωσε | ξημερωνόταν(ε) | ξημερώθηκε |
1 pl | ξημερώναμε | ξημερώσαμε | ξημερωνόμασταν, (‑όμαστε) | ξημερωθήκαμε |
2 pl | ξημερώνατε | ξημερώσατε | ξημερωνόσασταν, (‑όσαστε) | ξημερωθήκατε |
3 pl | ξημέρωναν, ξημερώναν(ε) | ξημέρωσαν, ξημερώσαν(ε) | ξημερώνονταν, (ξημερωνόντουσαν) | ξημερώθηκαν, ξημερωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξημερώνω ➤ | θα ξημερώσω ➤ | θα ξημερώνομαι ➤ | θα ξημερωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξημερώνεις, … | θα ξημερώσεις, … | θα ξημερώνεσαι, … | θα ξημερωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξημερώσει έχω, έχεις, … ξημερωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξημερωθεί είμαι, είσαι, … ξημερωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξημερώσει είχα, είχες, … ξημερωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξημερωθεί ήμουν, ήσουν, … ξημερωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξημερώσει θα έχω, θα έχεις, … ξημερωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξημερωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ξημερωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξημέρωνε | ξημέρωσε | — | ξημερώσου |
2 pl | ξημερώνετε | ξημερώστε | ξημερώνεστε | ξημερωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξημερώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξημερώσει ➤ | ξημερωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξημερώσει | ξημερωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- ξημέρωμα (ximéroma, “dawn”)