From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
ξεφλουδίζω • (xefloudízo ) (past ξεφλούδισα , passive ξεφλουδίζομαι )
to peel , hull , husk , shell , shuck
Synonym: καθαρίζω ( katharízo )
to debark
Synonym: αποφλοιώνω ( apofloióno )
ξεφλουδίζω ξεφλουδίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ξεφλουδίζω
ξεφλουδίσω
ξεφλουδίζομαι
ξεφλουδιστώ
2 sg
ξεφλουδίζεις
ξεφλουδίσεις
ξεφλουδίζεσαι
ξεφλουδιστείς
3 sg
ξεφλουδίζει
ξεφλουδίσει
ξεφλουδίζεται
ξεφλουδιστεί
1 pl
ξεφλουδίζουμε , [‑ομε ]
ξεφλουδίσουμε , [‑ομε ]
ξεφλουδιζόμαστε
ξεφλουδιστούμε
2 pl
ξεφλουδίζετε
ξεφλουδίσετε
ξεφλουδίζεστε , ξεφλουδιζόσαστε
ξεφλουδιστείτε
3 pl
ξεφλουδίζουν (ε )
ξεφλουδίσουν (ε )
ξεφλουδίζονται
ξεφλουδιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ξεφλούδιζα
ξεφλούδισα
ξεφλουδιζόμουν (α )
ξεφλουδίστηκα
2 sg
ξεφλούδιζες
ξεφλούδισες
ξεφλουδιζόσουν (α )
ξεφλουδίστηκες
3 sg
ξεφλούδιζε
ξεφλούδισε
ξεφλουδιζόταν (ε )
ξεφλουδίστηκε
1 pl
ξεφλουδίζαμε
ξεφλουδίσαμε
ξεφλουδιζόμασταν , (‑όμαστε )
ξεφλουδιστήκαμε
2 pl
ξεφλουδίζατε
ξεφλουδίσατε
ξεφλουδιζόσασταν , (‑όσαστε )
ξεφλουδιστήκατε
3 pl
ξεφλούδιζαν , ξεφλουδίζαν (ε )
ξεφλούδισαν , ξεφλουδίσαν (ε )
ξεφλουδίζονταν , (ξεφλουδιζόντουσαν )
ξεφλουδίστηκαν , ξεφλουδιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ξεφλουδίζω ➤
θα ξεφλουδίσω ➤
θα ξεφλουδίζομαι ➤
θα ξεφλουδιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ξεφλουδίζεις , …
θα ξεφλουδίσεις , …
θα ξεφλουδίζεσαι , …
θα ξεφλουδιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ξεφλουδίσει έχω, έχεις, … ξεφλουδισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ξεφλουδιστεί είμαι , είσαι , … ξεφλουδισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ξεφλουδίσει είχα, είχες, … ξεφλουδισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ξεφλουδιστεί ήμουν , ήσουν , … ξεφλουδισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ξεφλουδίσει θα έχω, θα έχεις, … ξεφλουδισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ξεφλουδιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεφλουδισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ξεφλούδιζε
ξεφλούδισε
—
ξεφλουδίσου
2 pl
ξεφλουδίζετε
ξεφλουδίστε
ξεφλουδίζεστε
ξεφλουδιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ξεφλουδίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ξεφλουδίσει ➤
ξεφλουδισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ξεφλουδίσει
ξεφλουδιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.