From Wiktionary, the free dictionary
From ξε- ( xe- ) + ποδάρ(ι) ( podár(i) ) + -ιάζω ( -iázo ) .[ 1]
IPA (key ) : /kse.po.ðaɾˈʝa.zo/
Hyphenation: ξε‧πο‧δα‧ριά‧ζω
ξεποδαριάζω • (xepodariázo ) (past ξεποδάριασα , passive ξεποδαριάζομαι , p‑past ξεποδαριάστηκα , ppp ξεποδαριασμένος )
( transitive , familiar ) to exhaust / tire out with walking
ξεποδαριάζω ξεποδαριάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ξεποδαριάζω
ξεποδαριάσω
ξεποδαριάζομαι
ξεποδαριαστώ
2 sg
ξεποδαριάζεις
ξεποδαριάσεις
ξεποδαριάζεσαι
ξεποδαριαστείς
3 sg
ξεποδαριάζει
ξεποδαριάσει
ξεποδαριάζεται
ξεποδαριαστεί
1 pl
ξεποδαριάζουμε , [‑ομε ]
ξεποδαριάσουμε , [‑ομε ]
ξεποδαριαζόμαστε
ξεποδαριαστούμε
2 pl
ξεποδαριάζετε
ξεποδαριάσετε
ξεποδαριάζεστε , ξεποδαριαζόσαστε
ξεποδαριαστείτε
3 pl
ξεποδαριάζουν (ε )
ξεποδαριάσουν (ε )
ξεποδαριάζονται
ξεποδαριαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ξεποδάριαζα
ξεποδάριασα
ξεποδαριαζόμουν (α )
ξεποδαριάστηκα
2 sg
ξεποδάριαζες
ξεποδάριασες
ξεποδαριαζόσουν (α )
ξεποδαριάστηκες
3 sg
ξεποδάριαζε
ξεποδάριασε
ξεποδαριαζόταν (ε )
ξεποδαριάστηκε
1 pl
ξεποδαριάζαμε
ξεποδαριάσαμε
ξεποδαριαζόμασταν , (‑όμαστε )
ξεποδαριαστήκαμε
2 pl
ξεποδαριάζατε
ξεποδαριάσατε
ξεποδαριαζόσασταν , (‑όσαστε )
ξεποδαριαστήκατε
3 pl
ξεποδάριαζαν , ξεποδαριάζαν (ε )
ξεποδάριασαν , ξεποδαριάσαν (ε )
ξεποδαριάζονταν , (ξεποδαριαζόντουσαν )
ξεποδαριάστηκαν , ξεποδαριαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ξεποδαριάζω ➤
θα ξεποδαριάσω ➤
θα ξεποδαριάζομαι ➤
θα ξεποδαριαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ξεποδαριάζεις , …
θα ξεποδαριάσεις , …
θα ξεποδαριάζεσαι , …
θα ξεποδαριαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ξεποδαριάσει έχω, έχεις, … ξεποδαριασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ξεποδαριαστεί είμαι , είσαι , … ξεποδαριασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ξεποδαριάσει είχα, είχες, … ξεποδαριασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ξεποδαριαστεί ήμουν , ήσουν , … ξεποδαριασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ξεποδαριάσει θα έχω, θα έχεις, … ξεποδαριασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ξεποδαριαστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεποδαριασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ξεποδάριαζε
ξεποδάριασε
—
ξεποδαριάσου
2 pl
ξεποδαριάζετε
ξεποδαριάστε
ξεποδαριάζεστε
ξεποδαριαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ξεποδαριάζοντας ➤
ξεποδαριαζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας ξεποδαριάσει ➤
ξεποδαριασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ξεποδαριάσει
ξεποδαριαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.