ξεμπερδεύομαι
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ξεμπερδεύομαι • (xemperdévomai) passive (past ξεμπερδεύτηκα, active ξεμπερδεύω)
- to be disentangled
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
ξεμπερδεύομαι • (xemperdévomai) passive (past ξεμπερδεύτηκα, active ξεμπερδεύω)