From Wiktionary, the free dictionary
Inherited from Byzantine Greek ξαναπαίρνω ( xanapaírnō ) .[ 1] By surface analysis , ξανα- ( xana- ) + παίρνω ( paírno ) .
IPA (key ) : /ksa.naˈpeɾ.no/
Hyphenation: ξα‧να‧παίρ‧νω
ξαναπαίρνω • (xanapaírno ) (imperfect ξανάπαιρνα /ξαναέπαιρνα , past ξαναπήρα , passive ξαναπαίρνομαι , p‑past ξαναπάρθηκα )
to take again
to call again , to call back ( to telephone someone again )
ξαναπαίρνω ξαναπαίρνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ξαναπαίρνω
ξαναπάρω
ξαναπαίρνομαι
ξαναπαρθώ
2 sg
ξαναπαίρνεις
ξαναπάρεις
ξαναπαίρνεσαι
ξαναπαρθείς
3 sg
ξαναπαίρνει
ξαναπάρει
ξαναπαίρνεται
ξαναπαρθεί
1 pl
ξαναπαίρνουμε , [‑ομε ]
ξαναπάρουμε , [‑ομε ]
ξαναπαιρνόμαστε
ξαναπαρθούμε
2 pl
ξαναπαίρνετε
ξαναπάρετε
ξαναπαίρνεστε , ξαναπαιρνόσαστε
ξαναπαρθείτε
3 pl
ξαναπαίρνουν (ε )
ξαναπάρουν (ε )
ξαναπαίρνονται
ξαναπαρθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ξανάπαιρνα , ξαναέπαιρνα
ξαναπήρα
ξαναπαιρνόμουν (α )
ξαναπάρθηκα
2 sg
ξανάπαιρνες , ξαναέπαιρνες
ξαναπήρες
ξαναπαιρνόσουν (α )
ξαναπάρθηκες
3 sg
ξανάπαιρνε , ξαναέπαιρνε
ξαναπήρε
ξαναπαιρνόταν (ε )
ξαναπάρθηκε
1 pl
ξαναπαίρναμε
ξαναπήραμε
ξαναπαιρνόμασταν , (‑όμαστε )
ξαναπαρθήκαμε
2 pl
ξαναπαίρνατε
ξαναπήρατε
ξαναπαιρνόσασταν , (‑όσαστε )
ξαναπαρθήκατε
3 pl
ξανάπαιρναν , ξαναπαίρναν (ε ), ξαναέπαιρναν
ξαναπήραν , ξαναπήρανε
ξαναπαίρνονταν , (ξαναπαιρνόντουσαν )
ξαναπάρθηκαν , ξαναπαρθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ξαναπαίρνω ➤
θα ξαναπάρω ➤
θα ξαναπαίρνομαι ➤
θα ξαναπαρθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ξαναπαίρνεις , …
θα ξαναπάρεις , …
θα ξαναπαίρνεσαι , …
θα ξαναπαρθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ξαναπάρει
έχω, έχεις, … ξαναπαρθεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ξαναπάρει
είχα, είχες, … ξαναπαρθεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ξαναπάρει
θα έχω, θα έχεις, … ξαναπαρθεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ξαναπαίρνε
ξαναπάρε
—
ξαναπάρσου
2 pl
ξαναπαίρνετε
ξαναπάρτε
ξαναπαίρνεστε
ξαναπαρθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ξαναπαίρνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ξαναπάρει ➤
ξαναπαρμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ξαναπάρει
ξαναπαρθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.