From Wiktionary, the free dictionary
From Byzantine Greek ἐξαναγράφω ( exanagráphō ) . Morphologically, from ξανα- ( xana- , “ again ” ) + γράφω ( gráfo , “ write ” ) .
IPA (key ) : /ksa.naˈɣɾa.fo/
Hyphenation: ξα‧να‧γρά‧φω
ξαναγράφω • (xanagráfo ) (past ξανάγραψα /ξαναέγραψα , passive ξαναγράφομαι )
to rewrite
ξαναγράφω ξαναγράφομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ξαναγράφω
ξαναγράψω
ξαναγράφομαι
ξαναγραφτώ , [ξαναγραφώ ]3
2 sg
ξαναγράφεις
ξαναγράψεις
ξαναγράφεσαι
ξαναγραφτείς , ξαναγραφείς
3 sg
ξαναγράφει
ξαναγράψει
ξαναγράφεται
ξαναγραφτεί , ξαναγραφεί
1 pl
ξαναγράφουμε , [‑ομε ]
ξαναγράψουμε , [‑ομε ]
ξαναγραφόμαστε
ξαναγραφτούμε , ξαναγραφούμε
2 pl
ξαναγράφετε
ξαναγράψετε
ξαναγράφεστε , ξαναγραφόσαστε
ξαναγραφτείτε , ξαναγραφείτε
3 pl
ξαναγράφουν (ε )
ξαναγράψουν (ε )
ξαναγράφονται
ξαναγραφτούν (ε ), ξαναγραφούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ξανάγραφα , ξαναέγραφα
ξανάγραψα , ξαναέγραψα
ξαναγραφόμουν (α )
ξαναγράφτηκα , [ξαναγράφηκα ]3
2 sg
ξανάγραφες , ξαναέγραφες
ξανάγραψες , ξαναέγραψες
ξαναγραφόσουν (α )
ξαναγράφτηκες , ξαναγράφηκες
3 sg
ξανάγραφε , ξαναέγραφε
ξανάγραψε , ξαναέγραψε
ξαναγραφόταν (ε )
ξαναγράφτηκε , ξαναγράφηκε
1 pl
ξαναγράφαμε
ξαναγράψαμε
ξαναγραφόμασταν , (‑όμαστε )
ξαναγραφτήκαμε , ξαναγραφήκαμε
2 pl
ξαναγράφατε
ξαναγράψατε
ξαναγραφόσασταν , (‑όσαστε )
ξαναγραφτήκατε , ξαναγραφήκατε
3 pl
ξανάγραφαν , ξαναγράφαν (ε ), ξαναέγραφαν
ξανάγραψαν , ξαναγράψαν (ε ), ξαναέγραψαν
ξαναγράφονταν , (ξαναγραφόντουσαν )
ξαναγράφτηκαν , ξαναγραφτήκαν (ε ), ξαναγράφηκαν , ξαναγραφήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ξαναγράφω ➤
θα ξαναγράψω ➤
θα ξαναγράφομαι ➤
θα ξαναγραφτώ / ξαναγραφώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ξαναγράφεις , …
θα ξαναγράψεις , …
θα ξαναγράφεσαι , …
θα ξαναγραφτείς / ξαναγραφείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ξαναγράψει έχω, έχεις, … ξαναγραμμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ξαναγραφτεί / ξαναγραφεί είμαι , είσαι , … ξαναγραμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ξαναγράψει είχα, είχες, … ξαναγραμμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ξαναγραφτεί / ξαναγραφεί ήμουν , ήσουν , … ξαναγραμμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ξαναγράψει θα έχω, θα έχεις, … ξαναγραμμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ξαναγραφτεί / ξαναγραφεί θα είμαι, θα είσαι, … ξαναγραμμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ξαναγράφε
ξαναγράψε , ξαναγράφ' 1
—
ξαναγράψου
2 pl
ξαναγράφετε
ξαναγράψτε , ξαναγράφτε 2
ξαναγράφεστε
ξαναγραφτείτε , ξαναγραφείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ξαναγράφοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ξαναγράψει ➤
ξαναγραμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ξαναγράψει
ξαναγραφτεί , ξαναγραφεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ξαναγράφ' το ("rewrite it!") 2. Colloquial. 3. The -φώ , -φηκα second forms are too formal for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.