νευροδιαβιβαστής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

νευροδιαβιβαστής (nevrodiavivastísm (plural νευροδιαβιβαστές)

  1. (physiology) neurotransmitter

Declension

[edit]
singular plural
nominative νευροδιαβιβαστής (nevrodiavivastís) νευροδιαβιβαστές (nevrodiavivastés)
genitive νευροδιαβιβαστή (nevrodiavivastí) νευροδιαβιβαστών (nevrodiavivastón)
accusative νευροδιαβιβαστή (nevrodiavivastí) νευροδιαβιβαστές (nevrodiavivastés)
vocative νευροδιαβιβαστή (nevrodiavivastí) νευροδιαβιβαστές (nevrodiavivastés)

Further reading

[edit]