μπιχλιμπίδια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μπιχλιμπίδια • (bichlimpídia) n
- nominative plural of μπιχλιμπίδι (bichlimpídi)
- accusative plural of μπιχλιμπίδι (bichlimpídi)
- vocative plural of μπιχλιμπίδι (bichlimpídi)
μπιχλιμπίδια • (bichlimpídia) n