μπεσαλής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μπέσα (bésa) + -αλής (-alís).
Noun
[edit]μπεσαλής • (besalís) m (plural μπεσαλήδες, feminine μπεσαλού)
- trustworthy person
- Antonym: μπαμπέσης (bampésis)
Declension
[edit]Declension of μπεσαλής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπεσαλής • | μπεσαλήδες • |
genitive | μπεσαλή • | μπεσαλήδων • |
accusative | μπεσαλή • | μπεσαλήδες • |
vocative | μπεσαλή • | μπεσαλήδες • |
Derived terms
[edit]- μπεσαλίδικος (besalídikos)
Descendants
[edit]- → Aromanian: besalã
References
[edit]- μπεσαλής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language