Jump to content

μπαρμπούλης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μπάρμπας (bármpas, uncle) +‎ -ούλης (-oúlis).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /baɾˈbulis/
  • Hyphenation: μπαρ‧μπού‧λης

Noun

[edit]

μπαρμπούλης (barmpoúlism (plural μπαρμπούληδες)

  1. diminutive of μπάρμπας (bármpas, uncle)

Declension

[edit]
Declension of μπαρμπούλης
singular plural
nominative μπαρμπούλης (barmpoúlis) μπαρμπούληδες (barmpoúlides)
genitive μπαρμπούλη (barmpoúli) μπαρμπούληδων (barmpoúlidon)
accusative μπαρμπούλη (barmpoúli) μπαρμπούληδες (barmpoúlides)
vocative μπαρμπούλη (barmpoúli) μπαρμπούληδες (barmpoúlides)