μονεταρισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μονεταρισμός • (monetarismós) m (uncountable)
Declension
[edit] μονεταρισμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | μονεταρισμός • |
genitive | μονεταρισμού • |
accusative | μονεταρισμό • |
vocative | μονεταρισμέ • |
Further reading
[edit]- μονεταρισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el