μιστωτός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μιστωτός (mistotósm (plural μιστωτοί)

  1. Alternative form of μισθωτός (misthotós)

Declension

[edit]
singular plural
nominative μιστωτός (mistotós) μιστωτοί (mistotoí)
genitive μιστωτού (mistotoú) μιστωτών (mistotón)
accusative μιστωτό (mistotó) μιστωτούς (mistotoús)
vocative μιστωτέ (mistoté) μιστωτοί (mistotoí)