Jump to content

μηχανισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μηχανισμός (michanismósm (plural μηχανισμοί)

  1. mechanism
  2. machine

Declension

[edit]
singular plural
nominative μηχανισμός (michanismós) μηχανισμοί (michanismoí)
genitive μηχανισμού (michanismoú) μηχανισμών (michanismón)
accusative μηχανισμό (michanismó) μηχανισμούς (michanismoús)
vocative μηχανισμέ (michanismé) μηχανισμοί (michanismoí)
[edit]