μηχανισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μηχανισμός • (michanismós) m (plural μηχανισμοί)
Declension
[edit]Declension of μηχανισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μηχανισμός • | μηχανισμοί • |
genitive | μηχανισμού • | μηχανισμών • |
accusative | μηχανισμό • | μηχανισμούς • |
vocative | μηχανισμέ • | μηχανισμοί • |
Related terms
[edit]- see: μηχανή f (michaní, “machine”)