μετουσιώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]μετουσιώνομαι • (metousiónomai) passive (past μετουσιώθηκα, active μετουσιώνω)
- passive of μετουσιώνω (metousióno)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: μετουσιώνω (metousióno)