Jump to content

μετεωρίτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μετεωρίτης (meteorítism (plural μετεωρίτες)

  1. meteorite

Declension

[edit]
Declension of μετεωρίτης
singular plural
nominative μετεωρίτης (meteorítis) μετεωρίτες (meteorítes)
genitive μετεωρίτη (meteoríti) μετεωριτών (meteoritón)
accusative μετεωρίτη (meteoríti) μετεωρίτες (meteorítes)
vocative μετεωρίτη (meteoríti) μετεωρίτες (meteorítes)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]