μεταφορέας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μεταφορέας • (metaforéas) m (plural μεταφορείς)
Declension
[edit]Declension of μεταφορέας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταφορέας • | μεταφορείς • |
genitive | μεταφορέα • | μεταφορέων • |
accusative | μεταφορέα • | μεταφορείς • |
vocative | μεταφορέα • | μεταφορείς • |
Related terms
[edit]- αερομεταφορέας m (aerometaforéas, “air carrier”)