μετασχηματισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μετασχηματισμός • (metaschimatismós) m (plural μετασχηματισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετασχηματισμός (metaschimatismós) | μετασχηματισμοί (metaschimatismoí) |
genitive | μετασχηματισμού (metaschimatismoú) | μετασχηματισμών (metaschimatismón) |
accusative | μετασχηματισμό (metaschimatismó) | μετασχηματισμούς (metaschimatismoús) |
vocative | μετασχηματισμέ (metaschimatismé) | μετασχηματισμοί (metaschimatismoí) |