Jump to content

μετανάστης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μετανάστης (metanástism (plural μετανάστες, feminine μετανάστρια)

  1. migrant: immigrant, emigrant

Declension

[edit]
Declension of μετανάστης
singular plural
nominative μετανάστης (metanástis) μετανάστες (metanástes)
genitive μετανάστη (metanásti) μεταναστών (metanastón)
accusative μετανάστη (metanásti) μετανάστες (metanástes)
vocative μετανάστη (metanásti) μετανάστες (metanástes)
[edit]