μετακομίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]μετακομίζομαι • (metakomízomai) passive (past μετακομίστηκα, active μετακομίζω)
- passive of μετακομίζω (metakomízo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: μετακομίζω (metakomízo)