From Ancient Greek μέν (mén).
μεν • (men)
- used in expressions:
- μεν … αλλά ― men … allá ― yes … but; it's true … but
- οι μεν και οι δε ― oi men kai oi de ― both of them
- ο μεν ένας … ο δε ― o men énas … o de ― one … the other
Ο μεν ένας είναι καλός, ο δε άλλος είναι κακός!- O men énas eínai kalós, o de állos eínai kakós!
- One is good, the other is bad!