μεθοδολογίες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μεθοδολογίες • (methodologíes) f
- nominative plural of μεθοδολογία (methodología)
- accusative plural of μεθοδολογία (methodología)
- vocative plural of μεθοδολογία (methodología)
μεθοδολογίες • (methodologíes) f