μαυρίζω στο ξύλο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]μαυρίζω στο ξύλο • (mavrízo sto xýlo)
Synonyms
[edit]- σπάω στο ξύλο (spáo sto xýlo)
- κάνω τόπι στο ξύλο (káno tópi sto xýlo)
μαυρίζω στο ξύλο • (mavrízo sto xýlo)