μαρουλόφυλλα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μαρουλόφυλλα • (maroulófylla) n
- nominative plural of μαρουλόφυλλο (maroulófyllo)
- accusative plural of μαρουλόφυλλο (maroulófyllo)
- vocative plural of μαρουλόφυλλο (maroulófyllo)
μαρουλόφυλλα • (maroulófylla) n