Jump to content

μανδαρίνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μανδαρίνος (mandarínosm (plural μανδαρίνοι)

  1. mandarin, Chinese court official

Declension

[edit]
Declension of μανδαρίνος
singular plural
nominative μανδαρίνος (mandarínos) μανδαρίνοι (mandarínoi)
genitive μανδαρίνου (mandarínou) μανδαρίνων (mandarínon)
accusative μανδαρίνο (mandaríno) μανδαρίνους (mandarínous)
vocative μανδαρίνε (mandaríne) μανδαρίνοι (mandarínoi)

See also

[edit]