Jump to content

λευκότερος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From λευκός (leukós) +‎ -τερος (-teros).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

λευκότερος (leukóterosm (feminine λευκοτέρᾱ, neuter λευκότερον); first/second declension

  1. comparative degree of λευκός (leukós)

Declension

[edit]

Derived terms

[edit]

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /lefˈkoteros/
  • Hyphenation: λευ‧κό‧τε‧ρος

Adjective

[edit]

λευκότερος (lefkóteros)

  1. comparative degree of λευκός (lefkós)

Usage notes

[edit]

Declension

[edit]
Declension of λευκότερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λευκότερος (lefkóteros) λευκότερη (lefkóteri) λευκότερο (lefkótero) λευκότεροι (lefkóteroi) λευκότερες (lefkóteres) λευκότερα (lefkótera)
genitive λευκότερου (lefkóterou) λευκότερης (lefkóteris) λευκότερου (lefkóterou) λευκότερων (lefkóteron) λευκότερων (lefkóteron) λευκότερων (lefkóteron)
accusative λευκότερο (lefkótero) λευκότερη (lefkóteri) λευκότερο (lefkótero) λευκότερους (lefkóterous) λευκότερες (lefkóteres) λευκότερα (lefkótera)
vocative λευκότερε (lefkótere) λευκότερη (lefkóteri) λευκότερο (lefkótero) λευκότεροι (lefkóteroi) λευκότερες (lefkóteres) λευκότερα (lefkótera)