λευκοπίνακας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]λευκο- (lefko-, “white”) + πίνακας (pínakas, “board, sign”), calque of English whiteboard.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]λευκοπίνακας • (lefkopínakas) m (plural λευκοπίνακες)
- whiteboard (white board that can be written upon with marker)
- Ο μαθητής γράφει με μαρκαδόρο στον λευκοπίνακα.
- O mathitís gráfei me markadóro ston lefkopínaka.
- The student writes with a marker on the whiteboard.
Declension
[edit]Declension of λευκοπίνακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λευκοπίνακας • | λευκοπίνακες • |
genitive | λευκοπίνακα • | λευκοπινάκων • |
accusative | λευκοπίνακα • | λευκοπίνακες • |
vocative | λευκοπίνακα • | λευκοπίνακες • |
Related terms
[edit]- μαυροπίνακας m (mavropínakas, “blackboard”)
- μαρκαδόρος m (markadóros, “marker”)