Jump to content

κόφτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κόφτρια (kóftriam (plural κόφτριες, masculine κόφτης)

  1. Alternative form of κόπτρια (kóptria)

Declension

[edit]
singular plural
nominative κόφτρια (kóftria) κόφτριες (kóftries)
genitive κόφτριας (kóftrias) κοφτριών (koftrión)
accusative κόφτρια (kóftria) κόφτριες (kóftries)
vocative κόφτρια (kóftria) κόφτριες (kóftries)